Φοιβήιος — Φοίβειος of Phoebus masc nom sg (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Φοίβειος — εία, ον, θηλ. και ος, και ιων. τ. Φοιβήϊος, ΐη, ον, θηλ. και Φοιβηΐς, ΐδος, Α [Φοῑβος] αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή είναι αφιερωμένος στον Φοίβο … Dictionary of Greek